ἀλληλοδωδόται

ἀλληλοδωδόται
ἀλληλ-οδωδόται,
A devouring one another, dub. in Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλληλοδωδόται — ἀλληλοδωδόται, οι (Α) κατά τον Ησύχ. οι αλληλοφάγοι, αυτοί που κατασπαράσσουν ο ένας τον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + ἐδωδὴ* η ἐδωδὸς*] …   Dictionary of Greek

  • αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”